ζανάχεμα
(ουσ. ουδ.)
ζανάχεμα
[zaˈnaçema]
Φάρασ.
Από το ρ. ζαναχεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κοροϊδία
:
Ατό το ζανάχεμα πήεν πολύ σο ζόριν του
(Αυτή η κοροϊδία τον πείραξε πολύ)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.