αναγέλασμα
(ουσ. ουδ.)
αναγέλασμα
[anaˈʝelazma]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. ἀναγέλασμα. Η λ. στον Πόρτ. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀναγέλασμα.
Εμπαιγμός ή περίγελως
Συνών.
γέλασμα