ανάθεμα
(ουσ. ουδ.)
ανάθεμα
[aˈnaθema]
Σινασσ., Φλογ.
ανάχεμα
[aˈnaçema]
Αξ.
'νάσ̑εμα
[ˈnaʃema]
Ποτάμ.
ανάρεμα
[aˈnarema]
Αραβαν.
αράρεμα
[aˈrarema]
Αραβαν.
ανάιμα
[aˈnaima]
Αραβ.
'νάιμα
[ˈnaima]
Αραβ.
νανάλιμα
[naˈnalima]
Σεμέντρ.
άτεμα
[ˈatema]
Φερτάκ.
θεμά
[θeˈma]
Φάρασ.
Από το μεταγν. oυσ. ἀνάθεμα.
1. Με αιτιατική, ως κατάρα για την δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης για πρόσωπο ή πράγμα το οπ. θεωρούμε υπαίτιο για την δυστυχία μας
ό.π.τ.
:
Ανάχεμα τ' μάνα σ' και τ' βαβά σ'
(Ανάθεμα στην μάνα σου και στον πατέρα σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ανάχεμά σε, ντιάβολε!
(Ανάθεμά σε, διάβολε!)
Αξ.
-Μαυροχ.
Αράρεμά σε!
(Ανάθεμά σε!)
Αραβαν.
-Φωστ.
Aνάθεμα το πρόσωπό σ', ναίκα
(Ανάθεμα το πρόσωπό σου, γυναίκα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ουφ ανάθεμά σας, τι ποίκετ' εδώ μέσα;
(Ουφ ανάθεμά σας, τι κάνατε εδωμέσα;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ο παπάς τα θαφτικά κι ο νεκρός τ' ανάθεμα
(Ο παπάς την πληρωμή για την κηδεία και ο νεκρός το ανάθεμα˙ γι' αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για την ζημία του άλλου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Ο τόπος όπου διαπράχθηκε ένα έγκλημα ή ενταφιάστηκε ένας κακούργος τον οπ. οι περαστικοί αναθεμάτιζαν ρίχνοντας πέτρες
Φερτάκ.