αναδοτιά
(ουσ. θηλ.)
αναdοτιά
[anadoˈtça]
Μισθ.
Από το ουσ. αναδότης, όπου και τύπ. αναdότ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Πβ.
αναδότης
Η ποσότητα σταχυών που χωράει στα δόντια του δικρανιού