ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανάκα (ουσ. θηλ.) ανάκα [aˈnaka] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ. άνακα [ˈanaka] Αξ., Σίλατ. γιάνακα [ˈʝanaka] Μισθ., Τσαρικ. ανάκ [aˈnak] Μαλακ. Πληθ. ανάκις [aˈnacis] Μαλακ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. enek = α) γνάθος β) ως διαλεκτ. σημ., κότσι αιγοπροβάτων γ) το μεγαλύτερο κότσι στο παιχνίδι αστράγαλοι. Η λ. και Πόντ. Για το παιχνίδι βλ. Κουκουλές (1948-1952: Α΄, 169).
1. Κότσι ζώου Αραβαν., Φερτάκ. Πβ. μακαρά
2. Κότσι χρησιμοποιούμενο στο γνωστό παιχνίδι αστράγαλοι Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ. : || Παροιμ. Μολύβωσεν γκα την ανάκαν ντου (Μολύβωσε καλά το κότσι του˙ Πέτυχε στην δουλειά ή την ζωή του· η σημ. λόγω του ότι το κότσι με χυμένο μέσα μολύβι είναι βαρύτερο και άρα διευκολύνει τις επιτυχείς βολές ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κότσιλο :2, μακαρά, γαλεμσέε