ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κότσιλο (ουσ. ουδ.) κότσιλο [ˈkotsilo] Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ. κότσ̑ιλο [ˈkotʃilo] Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. κότυλον = η κοιλότητα στο πίσω μερος του κρανίου, το οπ. από το αρχ. ουσ. κοτύλη = κοιλότητα άρθρωσης, ιδίως του ισχίου.
1. Αστράγαλος Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ. Συνών. κίτσι, κότσι, μακαρά, στραγάλι
2. Κότσι χρησιμοποιούμενο στο γνωστό παιχνίδι «αστράγαλοι» και κατ' επέκτ. το ίδιο το παιχνίδι Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. : Μπαίχνουν κότσιλα (Παίζουν αστραγάλους) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Ούλα ντα κότσ̑ιλα τσάρπ'σιν δα (Όλα τα κότσιλα τα χτύπησε, δηλ. τα πέτυχε και τα έρριξε έξω από τον κύκλο όπου ήταν τοποθετημένα και τα κέρδισε) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ανάκα :2, γαλεμσέε :1, μακαρά
3. Κόκκαλο Μισθ.
4. Ξύλο που τοποθετείται πάνω στα σακιά λινοπολτού κατά την συμπίεση στο μάγγανο Φλογ.
5. Στον πληθ., δόντια, προεξοχές ξύλινης κλειδαριάς Φλογ.