κότσιλο
(ουσ. ουδ.)
κότσιλο
[ˈkotsilo]
Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ.
κότσ̑ιλο
[ˈkotʃilo]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. κότυλον = η κοιλότητα στο πίσω μερος του κρανίου, το οπ. από το αρχ. ουσ. κοτύλη = κοιλότητα άρθρωσης, ιδίως του ισχίου.
2. Κότσι χρησιμοποιούμενο στο γνωστό παιχνίδι «αστράγαλοι» και κατ' επέκτ. το ίδιο το παιχνίδι
Μισθ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Μπαίχνουν κότσιλα
(Παίζουν αστραγάλους)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Ούλα ντα κότσ̑ιλα τσάρπ'σιν δα
(Όλα τα κότσιλα τα χτύπησε, δηλ. τα πέτυχε και τα έρριξε έξω από τον κύκλο όπου ήταν τοποθετημένα και τα κέρδισε)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ανάκα :2, γαλεμσέε :1, μακαρά
3. Κόκκαλο
Μισθ.
4. Ξύλο που τοποθετείται πάνω στα σακιά λινοπολτού κατά την συμπίεση στο μάγγανο
Φλογ.
5. Στον πληθ., δόντια, προεξοχές ξύλινης κλειδαριάς
Φλογ.