ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτσάκι (I) (ουσ. ουδ.) qοdζάκ' [qoˈdzak] Μαλακ. κοdζάχ' [koˈdzax] Φλογ. κοτσ̑άχ' [koˈtʃax] Φλογ. qοτζ̑άχ' [qοˈdʒax] Φερτάκ., Φλογ. γοdζάκ' [ɣoˈdzak] Ανακ., Μισθ. γοτζ̑άχ' [ɣoˈdʒax ] Ανακ., Μισθ., Φλογ. χοdζάχ' [xoˈdzax] Μισθ. γουτσ̑άχι [ɣuˈtʃaçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kucak = α) αγκαλιά β) αρμαθιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. gucak και kucah.
1. Αγκαλιά, το τμήμα μεταξύ των ανοιχτών χεριών και του στήθους, και ό,τι χωράει εντός αυτού ό.π.τ. : Σε πεθερό προστά το παιδί δεν το παίρισ̑κάμ' στο κοdζάχ' (Μπροστά στον πεθερό το παιδί δεν το παίρναμε αγκαλιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Έλα σου γοτζ̑άχι μ’ (Έλα στην αγκαλιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Φέισκι ντράκος, τσι ντα μήλα πέφτισκαν απ' ντου γοdζάχι τ' (Έφευγε τρέχοντας ο δράκος, και τα μήλα έπεφταν από την αγκαλιά του) Μισθ. -Κοιμίσ. Σ̑ο qοτζ̑άγι τ' δινούντο ένα μικρό φσ̑άχ' ή κάνα μαξιλάρ' (Στην αγκαλιά της (ενν. της νύφης) της έδιναν ένα μωρό παιδί ή κανένα μαξιλάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. qoτζάκ'-qοdζάκ' (Αγκαλιά-αγκαλιά˙ Ως επίρρ., αγκαλιαστά) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. αγκάλι, κολτούκι
2. Αρμαθιά Μισθ. : Κόβουμ’ κυπαρισσοντάλια, ηύραμε ένα γοτζ̑άχ' (Κόβουμε κλαδιά από κυπαρίσσι, βρήκαμε μιά αγκαλιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Αγκαλιά σταχυών, χειρόβολο Μισθ.