κοτσάκι (I)
(ουσ. ουδ.)
qοdζάκ'
[qoˈdzak]
Μαλακ.
κοdζάχ'
[koˈdzax]
Φλογ.
κοτσ̑άχ'
[koˈtʃax]
Φλογ.
qοτζ̑άχ'
[qοˈdʒax]
Φερτάκ., Φλογ.
γοdζάκ'
[ɣoˈdzak]
Ανακ., Μισθ.
γοτζ̑άχ'
[ɣoˈdʒax ]
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
χοdζάχ'
[xoˈdzax]
Μισθ.
γουτσ̑άχι
[ɣuˈtʃaçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kucak = α) αγκαλιά β) αρμαθιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. gucak και kucah.
1. Αγκαλιά, το τμήμα μεταξύ των ανοιχτών χεριών και του στήθους, και ό,τι χωράει εντός αυτού
ό.π.τ.
:
Σε πεθερό προστά το παιδί δεν το παίρισ̑κάμ' στο κοdζάχ'
(Μπροστά στον πεθερό το παιδί δεν το παίρναμε αγκαλιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έλα σου γοτζ̑άχι μ’
(Έλα στην αγκαλιά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φέισκι ντράκος, τσι ντα μήλα πέφτισκαν απ' ντου γοdζάχι τ'
(Έφευγε τρέχοντας ο δράκος, και τα μήλα έπεφταν από την αγκαλιά του)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Σ̑ο qοτζ̑άγι τ' δινούντο ένα μικρό φσ̑άχ' ή κάνα μαξιλάρ'
(Στην αγκαλιά της (ενν. της νύφης) της έδιναν ένα μωρό παιδί ή κανένα μαξιλάρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
qoτζάκ'-qοdζάκ'
(Αγκαλιά-αγκαλιά˙ Ως επίρρ., αγκαλιαστά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
αγκάλι, κολτούκι
2. Αρμαθιά
Μισθ.
:
Κόβουμ’ κυπαρισσοντάλια, ηύραμε ένα γοτζ̑άχ'
(Κόβουμε κλαδιά από κυπαρίσσι, βρήκαμε μιά αγκαλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Αγκαλιά σταχυών, χειρόβολο
Μισθ.