κοτζακλάντημα
(ουσ. ουδ.)
qοdζακλάτημα
[qodzaˈklatima]
Μαλακ.
γουτσ̑αχλάτημα
[ɣutʃaˈxlatima]
Φάρασ.
γοdζ̑ακλάιμα
[ɣodʒaˈklaima]
Μισθ.
γκοdζακλάτημα
[godzaˈklatima]
Φλογ.
Από το ρ. κοτζακλαντίζω, όπου και τύπ. γουτσ̑αχλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αγκάλιασμα
ό.π.τ.