ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτζακλάντημα (ουσ. ουδ.) qοdζακλάτημα [qodzaˈklatima] Μαλακ. γουτσ̑αχλάτημα [ɣutʃaˈxlatima] Φάρασ. γοdζ̑ακλάιμα [ɣodʒaˈklaima] Μισθ. γκοdζακλάτημα [godzaˈklatima] Φλογ. Από το ρ. κοτζακλαντίζω, όπου και τύπ. γουτσ̑αχλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αγκάλιασμα ό.π.τ.