κότζιμο
(ουσ. ουδ.)
κότζ̑ιμο
[ˈkodʒimo]
Φάρασ.
Πεποιημένη λέξη η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα.
Λέξη που απαντά άνευ σημασίας σε λάχνισμα στην θέση του αριθμού τέσσερα (4), τέταρτος.
Φάρασ.