ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτζακλαντίζω (ρ.) qοdζ̑ακλαdίζω [qodʒaklaˈdizo] Φλογ. qoτζακλατίζω [qοdzaklaˈtizo] Μαλακ. γοdζακλαdι̂́ζω [ɣodzaklaˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. γοdζακλαdι̂́ζου [ɣodzaklaˈdɯzu] Αξ. γουτσ̑αχλατίζου [ɣutʃaxlaˈtizu] Φάρασ. χοdζακλατίζου [xodzaklaˈtizu] Μαλακ. γοdζακλαΐζου [ɣodzaklaˈizu] Σίλ. qοdζ̑ακλαdώ [qodʒaklaˈdo] Σίλ. κοτσ̑ακλατώ [kotʃaklaˈto] Φλογ. γκοτσ̑ακλατώ [gotʃaklaˈto] Φλογ. γοdζ̑ακλαdώ [ɣodʒaklaˈdo] Σίλ. γοdζ̑αχλαdίζω [ɣodʒaxlaˈdizo] Αξ. γουτσ̑αχλατώ [ɣutʃaxlaˈto] Τσουχούρ., Φάρασ. γουτσ̑αχλατώου [ɣutʃaxlaˈtou] Φάρασ. Παρατατ. χοdζ̑ακλάτιζα [xodʒaˈklatisa] Φλογ. Αόρ. qοdζ̑ακλάτ'σα [qodʒaˈklatsa] Φλογ. γοdζ̑ακλάτ'σα [ɣodʒaˈklatsa] Αραβαν. γοdζ̑ακλάντ'σα [ɣodʒaˈklantsa] Μισθ. γοdζ̑αχλάτ'σα [ɣodʒaˈxlatsa] Αξ. Προστ. γοτσακλάδα [ɣotsaˈklaða] Μισθ. Παθ. γουτσ̑αχλατιέμι [ɣutʃaxlaˈtçemi] Φάρασ. Από τον αόρ. kucakladı του τουρκ. ρ. kucaklamak = αγκαλιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gucaklamak.
Αγκαλιάζω ό.π.τ. : «Αφέντζ̑η μ’ ισ̑τέ εγώ ερού ‘μαι», και γοdζ̑ακλάτ’σε τα γόνατά τ’ («Αφἐντη μου εγώ είμαι εδὠ», και αγκάλιασε τα γόνατά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γοτσακλάδα ντου σεβταλούς σ’ (Αγκάλιασε την αγαπημένη σου ) Μισθ. -Κοτσαν. Πήεν, qοdζ̑ακλάτ'σεν το αποπίσω και φάισεν το (Πήγε, τον αγκάλιασε-άρπαξε από πίσω και τον χτύπησε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 'Oντας έφυγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοdζακλάτιζαν (Όταν φύγαμε ήρθαν οι Τούρκοι του χωριού μας και μας αγκάλιαζαν) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Γοdζακλάισεν παιρίν dου, φίλησέν τα (Αγκάλιασε το παιδί του, το φίλησε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Βαβάς τσ̑ης τότε γοτσ̑ακλαdά τα και φιλά τσ̑η τη (Ο πατέρας της τότε την αγκαλιάζει και την φιλά) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Τσο γουτσ̑αχλατούμι, νε φι’άμι κανείνα (Δεν αγκαλιάζουμε, ούτε φιλάμε κανέναν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γοdζ̑ακλάντ'σι ντου, που λές βαβά τ', φιλήχαν ντετσού (Την αγκάλιασε, που λες, ο πατέρας της, φιλήθηκαν εκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αγκαλιάζω, αναγκαλίζομαι, αγκαλίζομαι, μασκαλιάζω
β. Συμφιλιώνομαι Αξ.
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025