κοτζακλαντίζω
(ρ.)
qοdζ̑ακλαdίζω
[qodʒaklaˈdizo]
Φλογ.
qoτζακλατίζω
[qοdzaklaˈtizo]
Μαλακ.
γοdζακλαdι̂́ζω
[ɣodzaklaˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
γοdζακλαdι̂́ζου
[ɣodzaklaˈdɯzu]
Αξ.
γουτσ̑αχλατίζου
[ɣutʃaxlaˈtizu]
Φάρασ.
χοdζακλατίζου
[xodzaklaˈtizu]
Μαλακ.
γοdζακλαΐζου
[ɣodzaklaˈizu]
Σίλ.
qοdζ̑ακλαdώ
[qodʒaklaˈdo]
Σίλ.
κοτσ̑ακλατώ
[kotʃaklaˈto]
Φλογ.
γκοτσ̑ακλατώ
[gotʃaklaˈto]
Φλογ.
γοdζ̑ακλαdώ
[ɣodʒaklaˈdo]
Σίλ.
γοdζ̑αχλαdίζω
[ɣodʒaxlaˈdizo]
Αξ.
γουτσ̑αχλατώ
[ɣutʃaxlaˈto]
Τσουχούρ., Φάρασ.
γουτσ̑αχλατώου
[ɣutʃaxlaˈtou]
Φάρασ.
Παρατατ.
χοdζ̑ακλάτιζα
[xodʒaˈklatisa]
Φλογ.
Αόρ.
qοdζ̑ακλάτ'σα
[qodʒaˈklatsa]
Φλογ.
γοdζ̑ακλάτ'σα
[ɣodʒaˈklatsa]
Αραβαν.
γοdζ̑ακλάντ'σα
[ɣodʒaˈklantsa]
Μισθ.
γοdζ̑αχλάτ'σα
[ɣodʒaˈxlatsa]
Αξ.
Προστ.
γοτσακλάδα
[ɣotsaˈklaða]
Μισθ.
Παθ.
γουτσ̑αχλατιέμι
[ɣutʃaxlaˈtçemi]
Φάρασ.
Από τον αόρ. kucakladı του τουρκ. ρ. kucaklamak = αγκαλιάζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. gucaklamak.
Αγκαλιάζω
ό.π.τ.
:
«Αφέντζ̑η μ’ ισ̑τέ εγώ ερού ‘μαι», και γοdζ̑ακλάτ’σε τα γόνατά τ’
(«Αφἐντη μου εγώ είμαι εδὠ», και αγκάλιασε τα γόνατά του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γοτσακλάδα ντου σεβταλούς σ’
(Αγκάλιασε την αγαπημένη σου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήεν, qοdζ̑ακλάτ'σεν το αποπίσω και φάισεν το
(Πήγε, τον αγκάλιασε-άρπαξε από πίσω και τον χτύπησε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
'Oντας έφυγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοdζακλάτιζαν
(Όταν φύγαμε ήρθαν οι Τούρκοι του χωριού μας και μας αγκάλιαζαν)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Γοdζακλάισεν παιρίν dου, φίλησέν τα
(Αγκάλιασε το παιδί του, το φίλησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Βαβάς τσ̑ης τότε γοτσ̑ακλαdά τα και φιλά τσ̑η τη
(Ο πατέρας της τότε την αγκαλιάζει και την φιλά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Τσο γουτσ̑αχλατούμι, νε φι’άμι κανείνα
(Δεν αγκαλιάζουμε, ούτε φιλάμε κανέναν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Γοdζ̑ακλάντ'σι ντου, που λές βαβά τ', φιλήχαν ντετσού
(Την αγκάλιασε, που λες, ο πατέρας της, φιλήθηκαν εκεί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αγκαλιάζω, αναγκαλίζομαι, αγκαλίζομαι, μασκαλιάζω
β.
Συμφιλιώνομαι
Αξ.
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025