κοστεκλέντισμα
(ουσ. ουδ.)
κοστεκλέτισμα
[kosteˈkletizma]
Σινασσ.
Από το αορ. θ. του ρ. κοστεκλεντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Σταμάτημα, παρεμπόδιση
2. Φρενάρισμα