ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόσμος (ουσ. αρσ.) κόσμος [ˈkozmos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. κόσμους [ˈkozmus] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. γκόσμους [ˈgozmus] Μισθ. ονgόσμος [oŋ΄gozmos] Ουλαγ. Γεν. κόσμου [ˈkozmu] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. κοσμού [koˈzmu] Σίλ. κοσμονού [kozmoˈnu] Ανακ., Μισθ. κόσμοσγιου [ˈkozmozʝu] Αξ. Πληθ. κόσμοσγια [ˈkozmozʝa] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. κόσμος. O τύπ. ονgόσμος με προθετ. ο- από εσφαλμένη μορφολογ. κατάτμηση λόγο του προηγούμενου αρσ. άρθρ.
1. Κόσμος, οικουμένη Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ. : Σογός να σας ρώσει του κόσμου τα καλά (Ο Θεός να σας δώσει του κόσμου τα καλά) Σίλ. -Καρίπ. Αν καλέψεις σο άσπρο σο πρόγατο, ν’ ανεβείς σ’ απάνω σον κόσμο· αν καλέψεις σο μαύρο, να κατεβείς σον κάτω τον κόσμο (Αν καβαλήσεις το άσπρο πρόβατο, θα ανεβείς σον πάνω κόσμο· αν καβαλήσεις το μάυρο, θα κατεβείς στον κάτω κόσμο) Σίλατ. -Dawk. Σον γκόσμου πάνου τα κοτζ̑ία, τα κ’θάρα, τα ιζγκ̇ι̂́νια, τσ̑ιπ τα καρισ̑τουρντίσ’ (Όσα υπάρχουν στον κόσμο τα στάρια, τα κριθάρια, τη σίκαλη, όλα να τα ανακατέψει) Τσουχούρ. -Dawk. Ένα κακό αέρας, νίγονdαι διαβόλ’ σον κόσμο (Φυσάει κακός αέρας, βρίσκονται διάβολοι στον κόσμο) Ανακ. -Κωστ.Α. Σον εσέ ντ’ ονgόσμο ντεν έχ̑’ (Σαν έσένα στον κόσμο δεν έχει) Ουλαγ. -Κεσ. Ορτώνω, τρανώ και κόσμος πάρτεν (Σηκώνω το κεφάλι, κοιτάω και βλέπω ότι ο κόσμος έγινε άνω κάτω) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ας πάμ’ τσ̑άως κόσμοσγιου ’ν άκρα, αζ ηύρουμ’ το Χεγό και κρέψουμ’ νασίπ’ (Ας πάμε ως την άκρη του κόσμου, ας βρούμε τον Θεό κι ας γυρέψουμε τύχη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σαράντα λάους σ’ ένα γαζάν τσ̑είδι κόσμους (Ο κόσμος είναι ένα καζάνι με σαράντα λαβές) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ατσιντότι ο πατισ̑άχους αγνάντ’σιν τα κι ότις έσ̑ει τσ̑οσ̑ούχα έσ̑ει του κόσμου το αλτούνι (Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε πως όποιος έχει παιδιά έχει όλου του κόσμου το χρυσάφι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Κόσμος το σέτορ' 'ναι (Ο κόσμος δικό σας είναι˙ είστε ευτυχείς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο κόσμος έν' το 'μέτ'ρο (Ο κόσμος είναι δικός μας˙ Είμαστε ευτυχείς) Φάρασ., Αξ. -Ανδρ. Κοσμονού ντ' άργαδα (Του κόσμου οι δουλειές˙ Πολλές δουλειές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ούλου ντου κόσμου τσ̑είδι σ’ ένα βαλιού τσ̑έραdου απάνου (Όλη η οικουμένη είναι πάνω στο κέρατο του βουβαλιού˙ (Σύμφωνα με την αντίληψη των κατοίκων του Μισθίου ότι όταν ο σεισμός συμβαίνει όταν το βουβάλι αλλάζει το κέρατο πάνω στο οπ. ζει η οικουμένη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αλέμι, γερ :1, ντουνιάς :1
β. Η γη, το έδαφος Σατ. : Τ΄ άβγ’ ατότε σηκώθην, έβκην σον ουρανό, στέρου κατέβην σον κόσμον (Το άλογο τότε σηκώθηκε, ανέβηκε στον ουρανό, και μετά κατέβηκε στην γη ) Σατ. -Παπαδ.
2. Η κοινωνία ή η ανθρωπότητα ως σύνολο ό.π.τ. : Ούλους κόσμους είριν ντα (Όλος ο κόσμος το είδε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να ποίκα ένα χαλί και κόσμος να έκασεν (Κάνε ενα χαλί και το πλήθος να καθίσει) Τελμ. -Dawk. Νιάνοιξ’ ούλου γκόσμους τρέχ σου γιαζιού για ντ’ άργαδάτ' (Την άνοιξη όλος ο κόσμος τρέχει στον κάμπο για τις δουλειές του) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλου κόσμους να τραβηχτεί μέσα (Όλος ο κόσμος να μαζευτεί σπίτι του) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ούλος ο κόσμος παγαίν’ στην Πόλ’ και γαζαντά παράδια, ’νίσκεται άνθρωπος (Όλος ο κόσμος πηγαίνει στην Πόλη και κερδίζει χρήματα, γίνεται άνθρωπος) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ποίκα ένα γάμου, οπ’ του κοσμού του γάμου ’έν̑ηκι χοσ̑ά (Έκανα ένα γάμο, από όλου του κόσμου τον γάμο έγινε καλύτερος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Άου αούτσα μου βκαίν’ όξου σον κόσμου (Μη βγαίνεις πια έτσι μπροστά στον κόσμο) Φάρασ. -Αναστασ. Ούλου κόσμους, όποιους κόσμους σελήσει, ας πάει να ντελαστεί Νάπλιο (Όλος ο κόσμος, όποιος κόσμος θελήσει, να πάει να σεργιανίσει στο Ναύπλιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αχαλής :1, ινσάνος :2
β. Kαλεσμένοι, παριστάμενοι, θαμώνες ό.π.τ. : Όπ’ νίσκεται ντο συλλείdουρια μοιράζομ’ ντα ντο ονgόζμο, ντο νεκκλήσα μέσα (To συλλείτουργο που γίνεται το μοιράζουμε στον κόσμο, μέσα στην εκκλησία ) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κόσμος δίνισ̑κεν σο τατά με το νουνά τοβάδια (Ο κόσμος έδινε στον κουμπάρο και την κουμπάρα ευχές ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έφαξαν σεράντα βόρια και σεράντα χτσ̑ηνά, να φάγ̑’ κόσμος ντεγί (Έσφαξαν σαράντα βόδια και σαράντα αγελάδες για να φάει ο κόσμος ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το καλεσμένο κόσμος χ̑αγμάστεν (Οι καλεσμένοι απόρησαν ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα πονημένα φέρουν νεκλησά ομπρό μοίρες, να μοιράσ’νε σο κόσμο να συγχωρέσ’νε τα χαμένα (Οι πενθούντες φέρνουν εμπρός στην εκκλησία φαγητό, να μοιράσουνε στον κόσμο να συγχωρέσουν τα πεθαμένα τους ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Μεγάλη ποσότητα Αξ. : Στο κόμμα φύτρωσεν γκόσμος αγρώστι (Στο χωράφι φύτρωσε πολλή αγριάδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγαν σ’ ένα σπίτ’, το ’να ναίκα είχεν κόσμο χτηνιά (Πήγαν σ' ένα σπίτι, η μιά γυναίκα είχε πολλά γελάδια) Αξ. -Dawk.