κόσκινο
(ουσ. ουδ.)
κόσκινο
[ˈkoscino]
Σινασσ.
κόσ̑κινο
[ˈkoʃcino]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Φλογ.
κόσ̑κινου
[ˈkoʃcinu]
Μαλακ., Μισθ.
κόσκινου
[ˈkoscinu]
Μισθ.
κόστσ̑ινο
[ˈkostʃino]
Φάρασ., Φκόσ.
κ͑όσκουνου
[ˈkʰoscunu]
Σίλ.
κόσ̑-σ̑ουνου
[ˈkoʃʃunu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
κοσκίνατα
[koˈscinata]
Μισθ., Σινασσ.
κοσκίναdα
[koˈscinada]
Μισθ.
κoσ̑κίνατα
[koˈʃcinata]
Αραβαν., Ποτάμ., Τελμ., Φλογ.
κοστσ̑ίνατα
[koˈstʃinata]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. κόσκινον.
Κόσκινο, κυρ. ψιλό
ό.π.τ.
:
Με το κόσ̑κινο ασ' σο qουγιού κουβάλ’νεν νερό
(Με το κόσκινο από το πηγάδι κουβαλούσε νερό)
Φλογ.
-Dawk.
Σ̑ινιάζαμ’ ντου γέλλ’μα μι ντου κόσ̑κινου
(Κοσκινίζαμε το σιτάρι με το κόσκινο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντέσ’ με ένα κόσκινο, σέκ’ λία σταφύα μέσι
(Σ’ ένα κόσκινο μέσα βάζει δυο ουγγιές σταφίδες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Ένα κόσ̑κινο
(Ένα κόσκινο˙ ένα σωρό, μεγάλη ποσότητα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σο qάμο σ' με το κόσ̑κινο να κουβαλέσω νερό
(Στον γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ λεγόταν ειρωνικά στους νέους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το τεζέ μ' το κόσ̑κινο πού να σε κρεμάσω κι όνdενε παλιωρείς, πού να σε πετάσω!
(Το καινούριο μου το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις, πού να σε πετάξω!˙ για την προσοχή που δίνεται στα καινούρια πράγματα)
|| Παροιμ.
Το κόστσ̑ινό μου κοστσ̑ινίστη, κρέμασαν τ’ αdζ̑ά
(Το κόσκινό μου αποκοσκίνησε, το κρέμασαν εκειδά˙ όταν κάποιος χάσει τις δυνάμεις του χάνει και την εκτίμηση των άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Να του δώσω και προικιά ένα κόσκινο κουκιά
να του δώσω και σανdούκια του χιολώνας τα καμούκια ((Να του δώσω και προικιά ένα κόσκινο κουκιά
να του δώσω και σεντούκια της χελώνας τα καβούκια)) Σινασσ. -Αρχέλ.
να του δώσω και σανdούκια του χιολώνας τα καμούκια ((Να του δώσω και προικιά ένα κόσκινο κουκιά
να του δώσω και σεντούκια της χελώνας τα καβούκια)) Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών.
ελέκι