ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοσκινίζω (ρ.) κοσκινίζω [kosciˈnizo] Γούρδ. κοσκινίζου [koskiˈnizu] Δίλ., Μισθ. κοστσ̑ινίζου [kostʃiˈnizu] Τσουχούρ., Φάρασ. κοσ̑ινίζου [koʃiˈnizu] Φάρασ. κ͑οσ̑κουνώ [kʰoʃkuˈno] Σίλ. Από το μεταγν. ρ. κοσκινίζω. Ο τύπ. κ͑οσ̑κουνώ από μεσν. τύπ. κοσκινῶ.
Κοσκινίζω ό.π.τ. : ’ς τ’ άγου τη μέρα να κοστσ̑ινίζουνε το gοτζ̑ί (Την επόμενη μέρα να κοσκινίσουνε το καλαμπόκι) Φάρασ. -Dawk. K̒οσκουνώ τ’ αλεύρι μ’ (Κοσκινίζω το αλεύρι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κοστσ̑ινίσκαν τα μπρο μο το λβάρι, υστέρου μο το δερμάτι να βκάουν το κεσμούκι (Τα κοσκίνιζαν πρώτα με το χοντρό κόσκινο, μετά με το δερμόνι για να βγάλουν τα σκύβαλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Κοσκίνιζαμ’ το ρόβ’, το αλεύρι το φκιάνισ̑καμ’ ζυμάρ’ και βάλλισ̑καμ’ το πάνω (Κοσκινίζαμε το ρόβι, το αλεύρι το κάναμε ζυμάρι και το βάζαμε πάνω) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171 Συνών. ελεντίζω, σινιάζω