σινιάζω
(ρ.)
σ̑ινιάζω
[ʃiˈɲazo]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
σ̑ινιάζου
[ʃiˈɲazu]
Δίλ., Μισθ., Φλογ.
Από το μεταγν. ρ. σινιάζω = κοσκινίζω, πβ. Ἡσύχ. Σ 690 «σινιᾶσαι· σεῖσαι, κοσκινεῦσαι. καὶ τὸ κόσκινον δὲ σινιατήριον».
Κοσκινίζω
ό.π.τ.
:
Βόριζαμ', σ̑ίνιαζαμ' ντου γέλ'μα, γιόμουναμ' ντου σα τσ̑ουβάλια
(Λιχνίζαμε, κοσκινίζαμε το σιτάρι, το γεμίζαμε στα τσουβάλια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εκείνου γέλμα 'στέρια σίνιαζάμ' ντου μι ντα κισκίναντα, σίνιαζιάμ' ντου μιά ντυό μέχρι να ντου καθαρίσουμ'
(Εκείνο το στάρι ύστερα το κοσκινίζαμε με τα κόσκινα, το κοσκινίζαμε μιά δυό μέχρι να το καθαρίσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ