ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σινάτημα (ουσ. ουδ.) σινάτημα [siˈnatima] Φάρασ. σινάτ’μα [siˈnatma] Φάρασ. σ'νάιμα ['snaima] Μισθ. Από το ρ. σινατίζω όπου και τύπ. σινατώ με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα. Πβ. και τουρκ. sınatma = δοκιμή.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σινατίζω, η δοκιμασία, η δοκιμή, η παρακολούθηση ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024