σινάτημα
(ουσ. ουδ.)
σινάτημα
[siˈnatima]
Φάρασ.
σινάτ’μα
[siˈnatma]
Φάρασ.
σ'νάιμα
['snaima]
Μισθ.
Από το ρ. σινατίζω όπου και τύπ. σινατώ με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα. Πβ. και τουρκ. sınatma = δοκιμή.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σινατίζω, η δοκιμασία, η δοκιμή, η παρακολούθηση
ό.π.τ.