ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιμίτι (ουσ. ουδ.) σιμίτ' [siˈmit] Δίλ., Σεμέντρ., Φλογ. σιμίdζ̑ι [siˈmiʤi] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. σιμίτι = αλεύρι εκλεκτής ποιότητας, το οπ. από το τουρκ. ουσ. simit = κουλούρι με σουσάμι, πιθ. απώτ. ελλ. προέλευσης από το αρχ. ουσ. σεμίδαλις μέσω της αραβ. (βλ. Meyer 1893: 58 Tietze 1955: 239).
Κουλούρι ό.π.τ. : Παίρισ̑καμ’ σιμίτια ασ’ ση Σινασσό (Παίρναμε κουλούρια από την Σινασσό) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. χαλκάς