σιμίντιρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιμίντιρ
[ʃiˈmindir]
Μαλακ.
σιμίνdιρι
[siˈmindiri]
Ανακ., Ουλαγ.
σ̑ιμινdίρ'
[ʃimin'dir]
Αξ.
σιμίνdρι
[siˈmindri]
Σίλατ.
σ̑ιμίνdιρης
[ʃiˈmindiris]
Αραβαν., Γούρδ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sümündür, sümündürü = πληγούρι, simindirik = α) πλιγούρι β) σιμιγδάλι (Dankoff 1995: 135). Ομόρριζο και το σημιτικής προελεύσεως αρχ. ουσ. σεμίδαλις = ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι από σιτάρι. Για την λ. βλ. Tietze (1955: 239), Καραποτόσογλου (2003: 210-211).
1. Ψιλό πλιγούρι
Μαλακ., Ουλαγ.
2. Σιμιγδάλι
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ.
3. Κουρκουτάλευρο
Αξ.
4. Είδος σούπας με ψιλό πλιγούρι, τσιγαρισμένα κρεμμύδια, ξερό δυόσμο και κόκκινο πιπέρι
Σίλατ.