σιμιντιάρης
(επίθ.)
σ̑ιμιντιάρ’
[ʃiˈmin'dʝar]
Ανακ.
Από το ουσ. σιμίντιρι και το παραγωγ. επίθμ. -άρης > -άρ'.
Φτιαγμένος από πλιγούρι
:
|| Φρ.
Σιμιντιάρ’ φαΐ
(Φαγητό από πλιγούρι˙ Φαγητό από βρασμένο πλιγούρι περιχυμένο με σάλτσα από κρεμμύδι πιπέρι και δυόσμο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.