σιλευτέρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ιλευτέρ'
[ʃileˈfter]
Φάρασ.
Πιθ. από αμαρτ. ρ. σιλεύω = τινάζω (< τουρκ. silkmek = τινάζω, αποσείω, όπου και τύπ. silmek) και το παραγωγ. επίθ -τήρι > -τέρι (πβ. ποντ. σιλευτέρι = σφουγγαρόπανο < σιλεύω = σφουγγαρίζω < τουρκ. silmek). Κατά τον Ανδριώτη (1948: 70) από αμάρτ. χιλιόπτερος, πβ. και Λουκόπουλος & Λουκάτος (1951: 160). Κατά τον Καρολίδη (1885: 211) από τα αρμεν. kil = δίσκος ή slak = τόξευμα.
Δίσκος ρίψεων, ως παιδιά
:
Τζαι ο Xριστός πήγε χώρας αλεκόντι σιλευτεριού μάκρος
(Και ο Xριστός πήγε (κι έκατσε) ξέχωρα, όση είναι η απόσταση που διανύει ένας δίσκος ρίψεων = Λουκ. 22.41 Καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
σ̑ιλεφτέρ' κόπης
(Πετάχτηκες σα δίσκος˙ Για τους γρήγορους και αποτελεσματικούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.