ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλάχι (ουσ. ουδ.) σιλάχ̇ι [siˈlaxi] Φάρασ., Φλογ. σιλάχ' [sil'ax] Αξ., Αραβαν., Μισθ. Πληθ. σιλάχε [si'laçe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. silah = όπλο.
1. Όπλο ό.π.τ. : Ζώστη τα σιλάχε ντου (Ζώστηκε τα όπλα του) Φάρασ. -Dawk. Άκουναν σιλαχ̇ιού τα σέσια (Άκουγαν τους κρότους των όπλων, τους πυροβολισμούς) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ούτσια τσοιμούνdι ’ς αλούγαδα απάν', κρεμασμένα αχτσιά μι α σιλάχια (Έτσι κοιμούντα πάνω στα άλογα, με τα όπλα κρεμασμένα έτσι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Πυροβολισμός, ντουφεκιά Φλογ. : Απεκεί το τυρπί σ̑έρισ̑καν σιλάχια (Από εκείνη την τρύπα έρριχναν ντουφεκιές) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812