σικιντί
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
σικιντ͑ί
[sɯkɯn]
Σίλ.
Πληθ.
σουκουνdούδια
[sukunˈduðʝa]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. sıkıntı = στενοχώρια.
1. Στεναχώρια
Σίλ.
:
Γούλτησα οπ’ τούτου τ’ σικιντ͑ί
(Γλύτωσα απ' αυτή τη στεναχώρια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Στον πληθ., μικρά κόκκινα εξανθήματα, δρωτσίλες, που πίστευαν ότι προέρχονται από στενοχώρια
Ανακ.