ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σικιντί (ουσ. ουδ.,πληθ.) σικιντ͑ί [sɯkɯn] Σίλ. Πληθ. σουκουνdούδια [sukunˈduðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. sıkıntı = στενοχώρια.
1. Στεναχώρια Σίλ. : Γούλτησα οπ’ τούτου τ’ σικιντ͑ί (Γλύτωσα απ' αυτή τη στεναχώρια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Στον πληθ., μικρά κόκκινα εξανθήματα, δρωτσίλες, που πίστευαν ότι προέρχονται από στενοχώρια Ανακ.