σικιστίζω
(ρ.)
σι̂κι̂σ̑τίζω
[sɯkɯˈʃtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
σι̂κι̂́γισα
[sɯˈkɯʝisa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sıkışmak (αόρ. sıkıştı) = στριμώχνομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σφίγγομαι