σιλά
(ουσ. ουδ.)
σιλά
[siˈla]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. sila = α) επιστροφή στην πατρίδα β) νοσταλγία για την πατρίδα (Redhouse), διαλεκτ., πατρίδα.
Πατρίδα
:
Ήρτε καιρός να παραμώ σο σιλά μ'
(Ήρθε ο καιρός να επιστρέψω στην πατρίδα μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
μεμλεκέτι :2
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025