ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλά (ουσ. ουδ.) σιλά [siʹla] Φλογ. Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sila = α) επιστροφή στην πατρίδα β) νοσταλγική υπενθύμιση (Redhouse).
Πατρίδα : Ήρτε καιρός να παραμώ σο σιλά μ' (Ήρθε ο καιρός να επιστρέψω στην πατρίδα μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811