ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλά (ουσ. ουδ.) σιλά [siˈla] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. sila = α) επιστροφή στην πατρίδα β) νοσταλγία για την πατρίδα (Redhouse), διαλεκτ., πατρίδα.
Πατρίδα : Ήρτε καιρός να παραμώ σο σιλά μ' (Ήρθε ο καιρός να επιστρέψω στην πατρίδα μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. μεμλεκέτι :2
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025