σιλά
(ουσ. ουδ.)
σιλά
[siʹla]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sila = α) επιστροφή στην πατρίδα β) νοσταλγική υπενθύμιση (Redhouse).
Πατρίδα
:
Ήρτε καιρός να παραμώ σο σιλά μ'
(Ήρθε ο καιρός να επιστρέψω στην πατρίδα μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811