σιζιντούς
(ουσ. ουδ.)
σιζιντ͑ούς
[sizinˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sızıntı = διαρροή.
1. Στάξιμο
Φάρασ.
2. Μικρή φλέβα νερού
Φάρασ.