σιδεριώνας
(επίθ.)
σιδεριώνας
[siðeˈrʝonas]
Ανακ., Σινασσ.
σιδερώνα
[siðeˈrona]
Φάρασ.
σιδ’ρώνας
[siˈðronas]
Μαλακ.
σιδ’ρώνα
[siˈðrona]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σιγιριώνας
[siʝirˈjonas]
Τσαρικ.
σ̑ι’ιριώνας
[ʃiiˈrʝonas]
Μισθ.
σ̑ιχιριώνας
[ʃiçiˈrʝonas]
Μισθ.
σ̑ιγεριώνας
[ʃiʝeˈrʝonas]
Αξ.
Από το ουσ. σίδερο, όπου και τύπ. σίηρο, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Σιδερένιος
ό.π.τ.
:
Ένας σιδεριώνας θύρα
(μιά σιδερένια πόρτα)
Σινασσ.
-Ανδρ.
σ̑ι’ιριώνα χαλκά
(Σιδερένιος χαλκάς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σιδ΄ρώνα βαρέλα
(Σιδερένιο βαρέλι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Άμε σον κουρά ραδέ, παράνdζ̑ειλ' α ζυγάς σιδερώναν τσαρούχα̈ τζ̑αι φόρεσ' τα
(Πήγαινε λοιπόν στο σιδηρουργείο πάραγγειλε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια και φόρεσέ τα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Το σιδερώνα θύρι ’ίνεται σο ξυώνα μουχτάτσ̑ι
(Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξύλινης˙ Ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί τη βοήθεια του ανίσχυρου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ντεμιριώνας