ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιδεριώνας (επίθ.) σιδεριώνας [siðeˈrʝonas] Ανακ., Σινασσ. σιδερώνα [siðeˈrona] Φάρασ. σιδ’ρώνας [siˈðronas] Μαλακ. σιδ’ρώνα [siˈðrona] Τσουχούρ., Φάρασ. σιγιριώνας [siʝirˈjonas] Τσαρικ. σ̑ι’ιριώνας [ʃiiˈrʝonas] Μισθ. σ̑ιχιριώνας [ʃiçiˈrʝonas] Μισθ. σ̑ιγεριώνας [ʃiʝeˈrʝonas] Αξ. Από το ουσ. σίδερο, όπου και τύπ. σίηρο, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Σιδερένιος ό.π.τ. : Ένας σιδεριώνας θύρα (μιά σιδερένια πόρτα) Σινασσ. -Ανδρ. σ̑ι’ιριώνα χαλκά (Σιδερένιος χαλκάς) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σιδ΄ρώνα βαρέλα (Σιδερένιο βαρέλι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Άμε σον κουρά ραδέ, παράνdζ̑ειλ' α ζυγάς σιδερώναν τσαρούχα̈ τζ̑αι φόρεσ' τα (Πήγαινε λοιπόν στο σιδηρουργείο πάραγγειλε ένα ζευγάρι σιδερένια τσαρούχια και φόρεσέ τα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Το σιδερώνα θύρι ’ίνεται σο ξυώνα μουχτάτσ̑ι (Η σιδερένια πόρτα έρχεται στην ανάγκη της ξύλινης˙ Ακόμα και ο πιο ισχυρός θα χρειαστεί τη βοήθεια του ανίσχυρου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.