ντεμιριώνας
(επίθ.)
ντεμιριώνας
[demiˈrʝonas]
Τελμ.
Από το ουσ. ντεμίρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Σιδερένιος
Τελμ.
:
Μαναχό πε τα σο βαβά μ’, ας με ποίκ’ ένα ντεμιριώνας ραβντζ̑ί και ένα τζ̑υγάς ντεμιριώνας τσ̑ιζμέδια
(μόνο πες στον πατέρα μου, ας μου φτιάξει ένα σιδερένιο ραβδί και ένα ζευγάρι σιδερένιες μπότες)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
ντεμιρλένιος, σιδεριώνας