ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεμιρλένιος (επίθ.) Θηλ. νταμουρλένισσα [damurˈlenisa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. demirli = σιδερένιος, με το παραγωγ. επίθμ. -ένιος και το θηλ. επίθμ. -ισσα.
Σιδερένιος : Ηύρι ανοιχτσ̑ή μιά νταμουρλένισσα σύρα (Βρήκε ανοιχτή μιά σιδερένια πόρτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. ντεμιριώνας