ντεμιρλένιος
(επίθ.)
Θηλ.
νταμουρλένισσα
[damurˈlenisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. demirli = σιδερένιος, με το παραγωγ. επίθμ. -ένιος και το θηλ. επίθμ. -ισσα.
Σιδερένιος
:
Ηύρι ανοιχτσ̑ή μιά νταμουρλένισσα σύρα
(Βρήκε ανοιχτή μιά σιδερένια πόρτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
ντεμιριώνας