ντεμιρτζής
(ουσ. αρσ.)
ντεμιρτζής
[demirˈdzis]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
ντεμερτζής
[demerˈdzis]
Ποτάμ.
τεμιρτσ̑ής
[temirˈtʃis]
Φερτάκ.
ντεμουρτσής
[damurˈtsis]
Μισθ.
ντιαμουρτζής
[dʝamurˈdzis]
Μισθ., Τσαρικ.
νταμουρτζ̑ής
[damurˈdʒis]
Μισθ.
Πληθ.
ντεμιρτζήδοι
[demirˈdziði]
τιμαρτζήδες
[timarˈdziðes]
Κίσκ.
τεμερτζήδε
[temerˈdziðe]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. demirci = σιδεράς. Για τους τύπ. ντα-, πβ. τουρκ. ουσ. demir = σίδηρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. damır.
Σιδηρουργός
ό.π.τ.
:
Nτεμουρτσής γήφτιξιν ντου καμίν'
(Ο σιδεράς άναβε το καμίνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι, ούτσα 'να τὀπ'
(Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παράγγειλε ένα τέτοιο τόπι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
σιδεράτης