ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεμιρτζής (ουσ. αρσ.) ντεμιρτζής [demirˈdzis] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τροχ. ντεμερτζής [demerˈdzis] Ποτάμ. τεμιρτσ̑ής [temirˈtʃis] Φάρασ., Φερτάκ. ντεμουρτσής [demurˈtsis] Μισθ. ντα̈μουρτζής [dæmurˈdzis] Μισθ., Τσαρικ. νταμουρτζ̑ής [damurˈdʒis] Μισθ. Πληθ. ντεμιρτζήδοι [demirˈdziði] Μαλακ. τιμαρτζήδες [timarˈdziðes] Κίσκ. τεμερτζήδε [temerˈdziðe] Φάρασ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. demirci = σιδεράς. Για τους τύπ. ντα-, πβ. τουρκ. ουσ. demir = σίδηρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. damır.
Σιδηρουργός ό.π.τ. : Nτεμουρτσής γήφτιξιν ντου καμίν', σ̑άνιξι δερπάνια (Ο σιδεράς πύρωνε το καμίνι, έφτιαχνε δρεπάνια) Μισθ. -Κοτσαν. Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι, ούτσα 'να τὀπ' (Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παράγγειλε ένα τέτοιο τόπι) Τσαρικ. -Καραλ. Γιωρικάς νταμουρτζής ’νι (Ο Γιωργάκης είναι σιδεράς) Μισθ. -Φατ. Συνών. σιδεράτης