ντεμιντέν
(επίρρ.)
ντεμινdέν
[deminˈden]
Ουλαγ.
Aπό το τουρκ. επίρρ. deminden = πριν από λίγο (< περσ. dem = στιγμή).
Πριν από λίγο
ό.π.τ.
:
Ντεμινdέν πού-ητοσαι;
(πριν ολίγου πού ήσουν; )
Ουλαγ.
-Κεσ.