ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντελήμπασης (ουσ. αρσ.) Πληθ. τεληbάσ̑α [teliˈbaʃa] Φλογ. ταληbάσ̑α [taliˈbaʃa] Φλογ. νταλιμπάσηδες [daliˈbasiðes] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. delibaşı = επικεφαλής άτακτου στρατεύματος.
Τούρκος άτακτος στρατιώτης, μέλος ληστρικής ομάδας ό.π.τ. : Φως θώρειναν τα τελημπάσ̑α, σο ξύλο δένισκαν ένα μέγα μαντήλ και σαλάνταν να πάρουν χαπάρ' απεναντάλλο και να φύγουν να μουν σα καταφύδια (Όταν έβλεπαν τον άτακτο στρατό, έδεναν στο ξύλο ένα μεγάλο μαντήλι και το κούναγαν για να ειδοποιήσουν ο ένας τον άλλο και να φύγουν να μπούν στα καταφύγια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σου γιαγιά μου τον καιρό κρυβούσανε σα καταφύγια, που λες· κρυβούσανε, ερχούσανε νταλιμπάσηδες σα χωριά (Στης γιαγιάς μου τον καιρό κρυβόντουσαν στα υπόγεια καταφύγια, που λες· κρυβόντουσαν, έρχονταν ληστές στα χωριά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.