ντελή σεφέρ
(ουσ. ουδ.)
ντελή σεφέρ
[deʹli seʹfer]
Μαλακ., Σινασσ.
Από την τουρκ. φρ. deli sefer = τρελό ταξίδι.
Για άγαμους νέους, προσωρινή επιστροφή στο χωριό από την Πόλη, με στόχο την αναζήτηση νύφης
ό.π.τ.
:
Έρχονται απ' την Πόλη στη Σινασσό για ντελή σεφέρ
(Έρχονται απ' την Πόλη στη Σινασσό για ντελή σεφέρ)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Αν ερόσταν κανείς ντελή σεφέρ, εδιάλεγε γυναίκα στο χορό
(Αν ερχόταν κανείς ντελή σεφέρ, διάλεγε γυναίκα στο χορό)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ176
Τροποποιήθηκε: 22/11/2025