ντεγιστιρντίζω
(ρ.)
ντεϊστουρντζίζου
[deisturˈdzizu]
Σίλ.
ντεγισ̑τουρτσ̑ίζου
[deʝiʃsturˈtʃizu]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. değiştirmek = αλλάζω κάποιον ή κάτι.
Αλλάζω κάποιον-κάτι
:
Μη τση ντεϊστουρτζίεις τσιπλάχα, μέσα τσης τούρτσισ' τα 'πό 'να πετσ̑άτα ξερή
(Μη την αλλάζεις γυμνή, τα μέσα της τύλιξέ τα με μιά στεγνή πετσέτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.