ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεγιστιρντίζω (ρ.) ντεϊστουρντζίζου [deisturˈdzizu] Σίλ. ντεγισ̑τουρτσ̑ίζου [deʝiʃsturˈtʃizu] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. değiştirmek = αλλάζω κάποιον ή κάτι.
Αλλάζω κάποιον-κάτι : Μη τση ντεϊστουρτζίεις τσιπλάχα, μέσα τσης τούρτσισ' τα 'πό 'να πετσ̑άτα ξερή (Μη την αλλάζεις γυμνή, τα μέσα της τύλιξέ τα με μιά στεγνή πετσέτα) Σίλ. -Κωστ.Σ.