ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεϊρμεντζής (ουσ. αρσ.) ντεϊρμεντζ̑ής [deirmenˈdʒis] Αφσάρ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. τεϊρμεντζ̑ής [teirmenˈdʒis] Φάρασ. τεϊρμεντσ̑ής [teirmenˈtʃis] Φάρασ. τεερμεντσ̑ής [teermenˈtʃis] Φάρασ. ντερμεντζής [dermenˈdzis] Τροχ. τερμεντζής [termenˈdzis] Φκόσ. ντεϊμερτζ̑ής [deimernˈdʒis] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. değirmenci = μυλωνάς. Για τους τύπ. τε-, βλ. τουρκ. ουσ. değirmen = μύλος, το οπ. από παλ. τουρκ. tegirmen (Nişanyan 2000-2022: λ. değirmen).
Μυλωνάς ό.π.τ. : Ἠρτιν σο σπίτι ντου ο ντεϊρμεντζ̑ής (Ήρθε στο σπίτι του ο μυλωνάς) Αφσάρ. -Dawk. Ο καλόκκος ’ς φά’ το 'γγούρι, τσ̑ι ο ντεϊρμεντζ̑ής ’ς φά’ κάκι (Ο κασιδιάρης ας φάει το αγγούρι, και ο μυλωνάς ας φάει σκατά) Φάρασ. -Dawk. Ένα ντεϊμερτζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα (Ένας μυλωνάς είχε στο μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέσι) Ποτάμ. -Dawk. Έβκη ο τεϊρμεντζ̑ής, ήγρεψε το σ̑ότρι, ’εμώθη σιγριτζούχε τζαι το νερό ταστιέσε (Βγήκε ο μυλωνάς, είδε ότι το λούκι είχε γεμίσει ψαρόνια και το νερό ξεχείλιζε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. μυλάτης