ντεϊρμεντζής
(ουσ. αρσ.)
ντεϊρμενdζ̑ής
[deirmenˈdʒis]
Αφσάρ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
τεϊρμεντσ̑ής
[teirmenˈtʃis]
Φάρασ.
τεερμεντσ̑ής
[teermenˈtʃis]
Φάρασ.
ντερμεντζής
[dermenˈdzis]
Τροχ.
τερμεντζής
[termenˈdzis]
Φκόσ.
ντεϊμερτζ̑ής
[deimernˈdʒis]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. değirmenci = μυλωνάς. Για τους τύπ. τε-, βλ. τουρκ. ουσ. değirmen = μύλος, το οπ. από παλ. τουρκ. tegirmen (Nişanyan 2000-2022: λ. değirmen).
Μυλωνάς
ό.π.τ.
:
Ἠρτιν σο σπίτι ντου ο ντεϊρμενdζ̑ής
(Ήρθε στο σπίτι του ο μυλωνάς)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ο καλόκκος ’ς φά’ το 'γγούρι, τσ̑ι ο ντεϊρμενdζ̑ής ’ς φά’ κάκι
(Ο κασιδιάρης ας φάει το αγγούρι, και ο μυλωνάς ας φάει σκατά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ένα ντεϊμερτζ̑ής είσ̑εν σο μύλο του ένα κουμάσα και εφτά ορνίθια σην γκουμάσα
(Ένας μυλωνάς είχε στο μύλο του ένα κοτέτσι και εφτά κότες στο κοτέσι)
Ποτάμ.
-Dawk.