ντεγιρμέντασι
(ουσ. ουδ.)
ντεγιρμέντασι
[deʝirˈmentasi ]
Σινασσ.
ντεϊρμέντασι
[deirˈmentasi]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. değirmen taşı = μυλόπετρα
Μυλόπετρα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025