ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεγισίζω (ρ.) Αόρ. ντεΐσ̑ισα [deˈiʃisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. değişmek = α) αλλάζω β) ανταλλάσσω.
Αλλάζω : Ντεΐσισαμε τα ρούχα μας απέσου (Αλλάξαμε τα εσώρουχά μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σκάματι ν' άψιτι ένα κερί ώσπου να ντεγισίσου τα ρούχα μου (Πηγαίντε ν' ανάψετε ένα κερί μέχρι να αλλάξω τα ρούχα μου) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. αλλάζω, μεταλλάζω