ντεβρέ ( επίθ.
)
ντεβρέ
[deˈvre]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
ντεβρέδια
[deˈvreðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
...
ντεβρέδια
(επίρρ.)
ντεβρέδια
[deˈvreðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
τεβρέδια
[teˈvreðʝa]
Φλογ.
τσεβρέδια
[tseˈvreðʝa]
Τροχ.
Από το επίθ. ντεβρέ (πληθ. ντεβρέδια) και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ανάποδα, αντίθετα, στραβά
ό.π.τ.
:
Σ̑ήμερα ντεβρέδια φουσά, καλό δέν 'ναι
(Σήμερα φυσάει ανάποδα, δεν είναι καλό)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Φύσηξε τσεβρέδια
(Φύσηξε ανάποδα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Παροιμ.
Το καρύδ' τ’ ξέβεν τεβρέδια
(Η πορδή του βγήκε στραβά˙ Για αυτούς που μεγαλοποιούν ασήμαντες αδιαθεσίες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Χάρε μ' πού 'ναι ο λόγος σου, πού 'ναι η συντυχιά σου;
Γιαγνίσα το αγνάτισες, δεβρέδια παραγροίκησες (Χάρε μου πού 'ναι ο λόγος σου, πού 'ναι η κουβέντα σου;
Λάθος το κατάλαβες, στραβά παρανόησες) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. αβίς, ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ
Γιαγνίσα το αγνάτισες, δεβρέδια παραγροίκησες (Χάρε μου πού 'ναι ο λόγος σου, πού 'ναι η κουβέντα σου;
Λάθος το κατάλαβες, στραβά παρανόησες) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. αβίς, ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ