ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεβρέδια (επίρρ.) ντεβρέδια [deˈvreðʝa] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ. τεβρέδια [teˈvreðʝa] Φλογ. τσεβρέδια [tseˈvreðʝa] Τροχ. Από το επίθ. ντεβρέ (πληθ. ντεβρέδια) και το παραγωγ. επίθμ. .
Ανάποδα, αντίθετα, στραβά ό.π.τ. : Σ̑ήμερα ντεβρέδια φουσά, καλό δέν 'ναι (Σήμερα φυσάει ανάποδα, δεν είναι καλό) Ανακ. -Κωστ.Α. Φύσηξε τσεβρέδια (Φύσηξε ανάποδα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Παροιμ. Το καρύδ' τ’ ξέβεν τεβρέδια (Η πορδή του βγήκε στραβά˙ Για αυτούς που μεγαλοποιούν ασήμαντες αδιαθεσίες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Χάρε μ' πού 'ναι ο λόγος σου, πού 'ναι η συντυχιά σου;
Γιαγνίσα το αγνάτισες, δεβρέδια παραγροίκησες
(Χάρε μου πού 'ναι ο λόγος σου, πού 'ναι η κουβέντα σου;
Λάθος το κατάλαβες, στραβά παρανόησες)
Ποτάμ. -Dawk.Song.
Συνών. αβίς, ανακούπα, κούπα, κούπαλλαϊ