ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεβέ (ουσ. ουδ.) ντεβέ [deˈve] Ανακ., Ουλαγ. Πληθ. ντεβέδια [deˈveðʝa] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. deve = καμήλα.
Καμήλα ό.π.τ. : Αν κρέψ̑εις κιριάς, ας 'ένω ένα καλό ντεβέ (Αν θέλεις κρέας, ας γίνω μιά καλή καμήλα) Ουλαγ. -Dawk. Ντο κορίτσ̑ι τ' το ντεβέ έπε κι: «Ότ'λα έρεται βαβά μ', ντο γλώσσα σ' έβγαλ' ντο (Η κόρη του είπε στην καμήλα "όταν έρθει ο μπαμπάς μου, βγάλε έξω τη γλώσσα σου») Ουλαγ. -Dawk. Συνών. καμήλι