ντεβέ
(ουσ. ουδ.)
ντεβέ
[deˈve]
Ανακ., Δίλ., Ουλαγ.
Πληθ.
ντεβέδια
[deˈveðʝa]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. deve = καμήλα.
Καμήλα
ό.π.τ.
:
Αν κρέψ̑εις κιριάς, ας 'ένω ένα καλό ντεβέ
(Αν θέλεις κρέας, ας γίνω μιά καλή καμήλα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντο κορίτσ̑ι τ' το ντεβέ έπε κι: «Ότ'λα έρεται βαβά μ', ντο γλώσσα σ' έβγαλ’ ντο
(Η κόρη του είπε στην καμήλα «όταν έρθει ο μπαμπάς μου, βγάλε έξω τη γλώσσα σου»)
Ουλαγ.
-Dawk.
Του ντεβεδιού τα μαλλιά καλά ήταν σο λάλημα
(Το μαλλί της καμήλας ήταν καλό για το μάτιασμα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
καμήλι