ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεβεσοκερέν (ουσ. ουδ.) ντεβεσ̑οκερέν [deveʃoceˈren] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. deveçökerten = είδος αγριόχορτου με κίτρινα άνθη και πολλά αγκάθια που φυτρώνει σε άνυδρα εδάφη (THADS 4, λ. deveçökerten).
Είδος θάμνου γεμάτου αγκάθια, είδος κάκτου Μαλακ.
Τροποποιήθηκε: 05/01/2025