ντεβεσοκερέν
(ουσ. ουδ.)
ντεβεσ̑οκερέν
[deveʃoceˈren]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. deveçökerten = είδος αγριόχορτου με κίτρινα άνθη και πολλά αγκάθια που φυτρώνει σε άνυδρα εδάφη (THADS 4, λ. deveçökerten).
Είδος θάμνου γεμάτου αγκάθια, είδος κάκτου
Μαλακ.