ντέβι
(ουσ. ουδ.)
ντέβι
[ˈdevi]
Αξ., Φάρασ.
ντέβ'
[dev]
Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ.
ντέφ'
[def]
Αραβαν., Σίλατ., Φλογ.
τέβι
[ˈtevi]
Φάρασ.
τα̈́βι
[ˈtævi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
ντάβ'
[dav]
Τσαρικ.
τ͑έβ'
[tʰev]
Ποτάμ.
τ͑έφ'
[tʰef]
Ποτάμ.
Πληθ.
ντέβηροι
[ˈdeviri]
Σίλ.
ντάβια
[ˈdavʝa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. dev = δαίμονας, δράκος, διάβολος, γίγαντας. Πβ. ποντ. τέβιν.
Γιγάντιος δαίμονας ως υπερφυσικό ον σε παραμύθια, δράκος
ό.π.τ.
:
Χολιέστη το ντέβι
(θύμωσε ο γίγαντας)
Φάρασ.
-Dawk.
Ἠρτιν αν τα̈́βι σο σπήου 'πέσου
(Μπήκε ένας δράκος στην σπηλιά)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Το ντέβ΄ ασ' το νταχτύλι τ’ ροφά τ’ όιμα τ’
(Ο δράκος από το δάχτυλό της ρουφά το αίμα της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήρτε ’να ντεβιού μαναγιού τ' το σπίτ'
(Έφτασε στο σπίτι της μάνας ενός δράκου)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ἠρτεν ένα ντέβ', γκαι πήγε το πατισ̑άχ· «να πάρω τὄνα σας το κορίσ̑',» ντεΐ
(Ἠρθε ένας δαίμονας, και πήγε στο βασιλιά, "θα πάρω την μία σας την κόρη" είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το ντέφ΄ ξέβεν. πιάσεν ντο, σέμασέν ντο σ’ ένα τσ̑ουβάλ'
(Ο δαίμονας βγήκε, το έπασε, το έβαλε σ' ένα τσουβάλι)
Φλογ.
-Dawk.
Αργά τ' και που έρχονdαι ντεφιού τα φσ̑έγια
(Προς το βράδυ έρχονται τα παιδιά της δράκαινας)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ανοίγιτι τ’ βουνί, ξεβαίνουσι σαράντα ντέβηροι
(Ανοίγει το βουνό, βγαίνουν σαράντα δράκοι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Κανείς ντομ μπορεί να ντου πάρ', γαιΐ φύλακναν δου τρία ντάβια
(Κανείς δεν μπορούσε να την πάρει, επειδή την φρουρούσαν τρεις δράκοι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
δράκος, εζνταχρά