ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντέβι (ουσ. ουδ.) ντέβι [ˈdevi] Αξ., Φάρασ. ντέβ' [dev] Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. ντέφ' [def] Αραβαν., Σίλατ., Φλογ. τέβι [ˈtevi] Φάρασ. τα̈́βι [ˈtævi] Αφσάρ., Τσουχούρ. ντάβ' [dav] Τσαρικ. τ͑έβ' [tʰev] Ποτάμ. τ͑έφ' [tʰef] Ποτάμ. Πληθ. ντέβηροι [ˈdeviri] Σίλ. ντάβια [ˈdavʝa] Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. dev = δαίμονας, δράκος, διάβολος, γίγαντας. Πβ. ποντ. τέβιν.
Γιγάντιος δαίμονας ως υπερφυσικό ον σε παραμύθια, δράκος ό.π.τ. : Χολιέστη το ντέβι (θύμωσε ο γίγαντας) Φάρασ. -Dawk. Ἠρτιν αν τα̈́βι σο σπήου 'πέσου (Μπήκε ένας δράκος στην σπηλιά) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Το ντέβ΄ ασ' το νταχτύλι τ’ ροφά τ’ όιμα τ’ (Ο δράκος από το δάχτυλό της ρουφά το αίμα της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήρτε ’να ντεβιού μαναγιού τ' το σπίτ' (Έφτασε στο σπίτι της μάνας ενός δράκου) Ουλαγ. -Dawk. Ἠρτεν ένα ντέβ', γκαι πήγε το πατισ̑άχ· «να πάρω τὄνα σας το κορίσ̑',» ντεΐ (Ἠρθε ένας δαίμονας, και πήγε στο βασιλιά, "θα πάρω την μία σας την κόρη" είπε) Ουλαγ. -Dawk. Το ντέφ΄ ξέβεν. πιάσεν ντο, σέμασέν ντο σ’ ένα τσ̑ουβάλ' (Ο δαίμονας βγήκε, το έπασε, το έβαλε σ' ένα τσουβάλι) Φλογ. -Dawk. Αργά τ' και που έρχονdαι ντεφιού τα φσ̑έγια (Προς το βράδυ έρχονται τα παιδιά της δράκαινας) Αραβαν. -Φωστ. Ανοίγιτι τ’ βουνί, ξεβαίνουσι σαράντα ντέβηροι (Ανοίγει το βουνό, βγαίνουν σαράντα δράκοι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Κανείς ντομ μπορεί να ντου πάρ', γαιΐ φύλακναν δου τρία ντάβια (Κανείς δεν μπορούσε να την πάρει, επειδή την φρουρούσαν τρεις δράκοι) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. δράκος, εζνταχρά