δράκος
(ουσ. αρσ.)
δράκος
[ˈðrakos]
Σινασσ., Φάρασ.
δράκους
[ˈðrakus]
Τσουχούρ.
ντράκος
[ˈdrakos]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. δράκος από το αρχ. ουσ. δράκων = φίδι.
1. Υπερφυσικό ον, τέρας
Σινασσ., Τσουχούρ.
:
Οι άνθρωπ’ είν’ πιο διαβολεμέν' ασ' τους δράκους
(οι άνθρωποι είναι πιο ύπουλοι από τους δράκους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ένα ντράκος απ' Κάτω Κόσμο
(Ένας δράκος από τον Κάτω Κόσμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Ασμ.
Στου Γιαννάκη μου το γάμο, ένα δράκο θε να σφάξω
Να καλέσω τους πασάδες κι όλους του πραγματευτάδες (Στον γάμο του Γιαννάκη μου θα σφάξω έναν δρακο
Θα καλέσω τους πασάδες και όλους του πραγματευτάδες) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. εζνταχρά, ντέβι
Να καλέσω τους πασάδες κι όλους του πραγματευτάδες (Στον γάμο του Γιαννάκη μου θα σφάξω έναν δρακο
Θα καλέσω τους πασάδες και όλους του πραγματευτάδες) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. εζνταχρά, ντέβι