δρεπάνι
(ουσ. ουδ.)
δερπάνι
[ðerˈpani]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
δερπάν'
[ðerˈpan]
Ανακ., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τσελτ., Φλογ.
ντρεπάν'
[dreˈpan]
Φάρασ.
ντερπάν'
[derˈpan]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ.
ντερπάνdζ̑ι
[derˈpandʒi]
Αραβαν.
ντερπάντζ̑'
[derˈpandʒ]
Αραβαν.
τιρπάν'
[tirˈpan]
Φάρασ.
τ͑ιρπάν'
[tʰirˈpan]
Φάρασ.
δραπάνι
[ðraˈpani]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. δρεπάνιον, υποκορ. του αρχ. δρέπανον. Ο τύπ. δραπάνι μεσν., με υποχωρητική αφομ. [e-a > a-a]. Ο τύπ. δερπάνι μεσν. από το δρεπάνι με μετάθ. του /r/ (πβ. και μεσν. δέρπανος). Ο τύπ. τ͑ιρπάν ως αντιδάν. μέσω του τουρκ. tırpan, διαλεκτ. terpan = δρεπάνι.
Δρεπάνι, γεωργικό εργαλείο για τον θερισμό δημητριακών
ό.π.τ.
:
Πήαγα να θερίσω το χωράφι, έβγκη αν 'αγός, μπίνεψα το δερπάνι, καρφώθη σον 'αγό. Θέρτσε 'αγός το χωράφι
(Πήγα να θερίσω το χωράφι. Εμφανίστηκε ένας λαγός, του πέταξα το δρεπάνι, καρφώθηκε στον λαγό. Ο λαγός θέρισε το χωράφι)
Φάρασ.
-Dawk.
Κρουού κιοστρά το ντερπάν'
(Ακονίζω το δρεπάνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το δερπάν' το ακόνιζαμ', δεν είχε δόνgια
(Το δρεπάνι το ακονίζαμε, δεν είχε δόντια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Με το ντερπάν' μάιζαμ' τα, με το χέρ'
(Με το δρεπάνι τα θερίζαμε, με το χέρι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755