δούλος
(ουσ. αρσ.)
δούλος
[ˈðulos]
Ανακ.
δούλους
[ˈðulus]
Φάρασ.
Θηλ.
δούλα
[ˈðula]
Σινασσ.
ντούλα
[ˈdula]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. δοῦλος. Ο τύπ. θηλ. δούλα μεσν., από το αρχ. ουσ. δούλη.
2. Κυρίως στο θηλ., υπηρέτης
ό.π.τ.
:
Eίδιες και την κόρη μ' την Πατσούκα που την έχουν 'ς του Μαϊμούνογλου δούλα;
(Είδες και την κόρη μου την Πατσούκα που την έχουν υπηρέτρια στο σπίτι του Μαϊμούνογλου;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
κιζίρης, πεντσίκισσα, χαλαγίκι, χιζμετκιάρης