ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δούλος (ουσ. αρσ.) δούλος [ˈðulos] Ανακ. δούλους [ˈðulus] Φάρασ. Θηλ. δούλα [ˈðula] Σινασσ. ντούλα [ˈdula] Σίλ. Αρχ. ουσ. δοῦλος. Ο τύπ. θηλ. δούλα μεσν., από το αρχ. ουσ. δούλη.
1. Δούλος ό.π.τ. : || Παροιμ. Δούλος και νύφ’ ψυσ̑ή δεν έχουν (Ο δούλος και η νύφη δεν έχουν ψυχή˙ λεγόταν γιατί η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα επιλογής συζύγου) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γούλι, κολές, μισιάρι
2. Κυρίως στο θηλ., υπηρέτης ό.π.τ. : Eίδιες και την κόρη μ' την Πατσούκα που την έχουν 'ς του Μαϊμούνογλου δούλα; (Είδες και την κόρη μου την Πατσούκα που την έχουν υπηρέτρια στο σπίτι του Μαϊμούνογλου;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. κιζίρης, πεντσίκισσα, χαλαγίκι, χιζμετκιάρης