δουμάκι
(ουσ. ουδ.)
δουμάκι
[ðuˈmaci]
Σινασσ.
δουμάκ'
[ðuˈmac]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. δουμάκιν = παχιά ουρά προβάτου.