δρουβάνι
(ουσ. ουδ.)
δουρβάνι
[ðurˈvani]
Σινασσ.
ντουρβάν'
[durˈvan ]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ.
τουρβάν'
[turˈvan]
Ανακ., Δίλ., Φλογ.
τρουβάνι
[truˈvani]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
ντουβράν'
[duˈvran]
Ουλαγ.
Από το μεσν. ουσ. δρούβανο (Λεξ. Δουκ., λ. ντουκ). Σύμφωνα με τον Κουκουλέ (1915: 316-317), πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης (< drevo = δέντρο, και drovi = ξύλα). Για τον τύπ. ντουρβάν’, πβ. τουρκ. διαλεκτ. durban = πήλινη καρδάρα. Βλ. ΙΛΝΕ, λλ. δρουβάνι, δρούβανο.
Ξύλινο ή πήλινο σκεύος για την παραγωγή βουτύρου μέσω ταρακουνήματος γάλακτος ή ξινόγαλου
ό.π.τ.
:
Μι ντου ντουρβάν' σ̑άνιξαν καράτσ'
(Με το δουρβάνι παρασκεύαζαν βούτυρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το οξ̑ύγαλα θέκνισ̑κάμ' το σο τουρβάν και σαλάταναμ' το και τουρβανιού το στόμα δένισ̑καμ' το μ' ένα καπάχ'
(Το γιαούρτι το βάζαμε στο δρουβάνι και το ταράζαμε, και δέναμε το στόμα του δρουβανιού με ένα κάλυμμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812