ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δυνατώνω (ρ.) βυνατώνω [vinaˈtono] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. δυνατόω, νεότ. δυνατώνω (ΙΛΝΕ, λ. δυνατώνω). Το αρκτ. [v] κατά το δυνατός, όπου και τύπ. βυνατός.
Δυναμώνω : Ο Θεός 'α μεζ βυνατώσει! (Ο Θεός να μας δώσει δύναμη!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. κουβετλεντίζω, ταβλαντίζω, Αντίθ φαριντίζω
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025