δυνατώνω
(ρ.)
βυνατώνω
[vinaˈtono]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. δυνατόω, νεότ. δυνατώνω (ΙΛΝΕ, λ. δυνατώνω). Το αρκτ. [v] κατά το δυνατός, όπου και τύπ. βυνατός.
Δυναμώνω
:
Ο Θεός 'α μεζ βυνατώσει!
(Ο Θεός να μας δώσει δύναμη!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.