φαριντίζω
(ρ.)
φαρıdíζω
[farɯn'dɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. farımak = α) παλιώνω β) φθείρομαι γ) αδυνατίζω δ) διαλεκτ., γερνάω.
Xάνω τις δυνάμεις μου, γερνώ
Αντίθ
κουβετλεντίζω :1, ταβλαντίζω, Συνών.
γερονιάζω, ζαϊφλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025