φαριντíζω
(ρ.)
φαρıdíζω
[farɯn'dɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. farımak = α) παλιώνω β) φθείρομαι γ) αδυνατίζω δ) διαλεκτ., γερνάω.
Xάνω τις δυνάμεις μου, γερνώ