ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβλαντίζω (ρ.) τ͑αβλανdίζω [tʰavlan'dizo] Φάρασ. ταβλανdι̂́ζω [tavlan'dɯzo] Αραβαν., Φάρασ. Αόρ. ταβλάντ’σα [taˈvlantsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. tavlanmak (αόρ. tavlandı) = για ζώο, παχαίνων.
Αμτβ., δυναμώνω, παχαίνω, κυρίως για ζώα ό.π.τ.