ταβλαντίζω
(ρ.)
ταβλανdι̂́ζω
[tavlan'dɯzo]
Αραβαν.
ταβλανdίζω
[tavlan'dizo]
Φάρασ.
Αόρ.
ταβλάντ’σα
[taˈvlantsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tavlanmak (αόρ. tavlandı) = για ζώο, παχαίνω.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025