ταβλαντίζω
(ρ.)
τ͑αβλανdίζω
[tʰavlan'dizo]
Φάρασ.
ταβλανdι̂́ζω
[tavlan'dɯzo]
Αραβαν., Φάρασ.
Αόρ.
ταβλάντ’σα
[taˈvlantsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tavlanmak (αόρ. tavlandı) = για ζώο, παχαίνω.
Αμτβ., δυναμώνω, παχαίνω, κυρ. για ζώα
ό.π.τ.