ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ταβούλι (ουσ. ουδ.) ταβούλι [taˈvuli] Φάρασ. νταβούλ' [daˈvul] Μισθ., Τελμ. ταούλι [taˈuli] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ταβούλιν, το οπ. από το τουρκ. davul (< αραβ. ṭabl).
Νταούλι, ταμπούρλο ό.π.τ. : Έρχουνdαι 'ραδιεσμένοι, μο τα ταβούλε, τα πορούδε τζαι τα τουbελέκε τουν (Έρχονται αραδιασμένοι με τα ταμπούρλα τους, τις σάλπιγγες και τα νταούλια τους) Φάρασ. Κρούει ντου νταβούλ' (Χτυπά το ταμπούρλο) Μισθ. -Κοτσαν. Είχαμε βιολιά, τέφια, πουζούκια, ταούλια και γαβάλε (Είχαμε βιολιά, ντέφια, μπουζούκια, νταούλια και φλογέρες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Νταρά μόλις ακούν δα νταούλια, ανοίγ'νι α τύρις (Τώρα μόλις ακούσουν τα νταούλια, ανοίγουν οι πόρτες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήγαν ατσ̑εί κοντά του τσ̑αι λέικ-κα ναίτσ̑ις να 'κούσουν του ταουλού το σάσι (Πήγαν εκεί κοντά του και λίγες γυναίκες ν' ακούσουν τον ήχο του νταουλιού) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Του ταβουλού το σάσ̑ι 'άν’dα 'κούσωμε 'στέρου (Του νταουλιού τη φωνή θα την ακούσουμε ύστερα˙ Να δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.