ταγή
(ουσ. θηλ.)
ταγή
[taˈʝi]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
ταή
[ta'i]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ταγή = α) διαταγή β) δικαιοδοσία γ) διάταξη σε μάχη. Η σημ. ‘μερίδα, σιτηρέσιο' μεταγν.
Τροφή ζώων
ό.π.τ.
:
Σιέρει ταή σά πράμαδα
(ρίξε τροφή στα ζώα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χαρέ φερίνουν ντα ταή τζ̑ο τρώ’, φερίνουν ντα νερό τζ̑ο πένει
(Τώρα του φέρνουν φαγητό δεν τρώει, του φέρνουν νερό δεν πίνει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Äρ να ’υρεύ’ να γαλτζ̑έπ’ άβγο, να γαλτζ̑έπ’ α ζόρι άβγο, του ’α φα την νταή να νά’ νι χαλάλι
(Αν τύχει και θέλεις να καβαλικέψεις άλογο, να καβαλικέψεις ένα καλό άλογο, την τροφή που θα φάει να την αξίζει˙ για την ανάγκη σωστών επιλογών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.